- ράκος
- το / ῥάκος, -εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα2. κομμάτι παλιού υφάσματοςνεοελλ.1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο»)2. φρ. «ράκη φράσεων» — ακατάλειπτα, ασυνάρτητα απομεινάρια λέξεων, σκόρπιες λέξειςαρχ.1. τεμάχιο υφάσματος, ρετάλι2. τμήμα δέρματος αποσπασμένο από το σώμα3. (περιλπτ.) είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, ξεντό4. (κατ' επέκτ.) κάθε λείψανο ή απομεινάρι που προκαλεί θλίψη («εἰκάσαι τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας», Αριστοτ.)5. στον πληθ. τὰ ῥάκηοι ρυτίδες τού προσώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αιολ. τ. βράκ-αλον (πρβλ. ῥόπ-αλον, σκύτ-αλον) και βράκετ(ρ)ον*, που επιβεβαιώνουν την παρουσία αρκτικού F στο θ. τής λ., θα μπορούσαν να την αναγάγουν σε ΙΕ ρίζα *wer-k- > *wre-k- > *wresk- «ανοίγω, σχίζω, χαράσσω» (πρβλ. αρχ. ινδ. vrścati «σχίζω, καταστρέφω», αρχ. σλαβ. vraska «ρυτίδα»)].
Dictionary of Greek. 2013.